- πρεπτός
- -ή, -όν, Α [πρέπω]διακεκριμένος, περίφημος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρεπτός — distinguished masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπτά — πρεπτός distinguished neut nom/voc/acc pl πρεπτά̱ , πρεπτός distinguished fem nom/voc/acc dual πρεπτά̱ , πρεπτός distinguished fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπτῶν — πρεπτός distinguished fem gen pl πρεπτός distinguished masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεπτόν — πρεπτός distinguished masc acc sg πρεπτός distinguished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόπρεπτος — θεόπρεπτος, ον (Α) ο θεοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρεπτος (< πρέπω), πρβλ. εύ πρεπτος, πάμ πρεπτος] … Dictionary of Greek
μιλτόπρεπτος — μιλτόπρεπτος, ον και, κατά τον Ευστ., μιλτόπρεπος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα, όπως η μίλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + πρεπτος και πρεπος (< πρέπω), πρβλ. θεό πρεπτος] … Dictionary of Greek
πάμπρεπτος — πάμπρεπτος, ον (Α) ο τελείως ξεχωριστός, λαμπρότατος («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρεπτός (< πρέπω), πρβλ. εύ πρεπτος] … Dictionary of Greek
εύπρεπτος — εὔπρεπτος, ον (Α) επιφανής, ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρεπτός (< πρέπω)] … Dictionary of Greek